-
1 абзац
-
2 параграф
-
3 пункт
пункт м 1) (место) το σημείο, το κέντρο· медицинский \пункт το ιατρείο· переговорный \пункт το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός' сборный \пункт о τόπος συγκέντρωσης 2) (параграф) η παράγραφος* το άρθρο (раздел)* * *м1) ( место) το σημείο, το κέντροмедици́нский пункт — το ιατρείο
перегово́рный пункт — το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός
сбо́рный пункт — ο τόπος συγκέντρωσης
-
4 абзац
абзацм1. (отступ в начале строки) ἡ παράγραφος;2. (часть текста) ἡ παράγραφος, τό ἐδάφιο[ν]. -
5 абзац
полигр. η παράγραφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абзац
-
6 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
7 параграф
η παράγραφος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параграф
-
8 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
-
9 рубрика
1. (заголовок раздела в газете, журнале и т.п.) η επικεφαλίδα 2. (раздел, подразделение, графа) η παράγραφος, το τμήμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рубрика
-
10 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
11 штраф
το πρόστιμ/ο, η τιμωρία- για καθυστέρηση της φορτοεκφόρτωσης (πλοίου, τρένου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штраф
-
12 красный
красн||ыйприл в разн. знач. κόκκινος, ἐρυθρός:Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός, ὁ 'Ερυθρός Στρατός· \красныйое знамя ἡ κόκκινη σημαία, ἡ ἐρυθρά σημαία· \красныйая гли́на τό κοκκινόχωμα, ἡ ἐρυθρά ἄργιλλος· \красныйая капуста τό κόκκινο λάχανο· \красный перец τό κόκκινο πιπέρι· ◊ \красныйая доска ὁ κόκκινος πίνακας, ὁ πίνακας τιμής· \красный уголо́к ἡ κόκκινη γωνιά, ἡ αίθουσα (δωμάτιο) ἐκπολιτισμοῦ· \красныйое вино τό μαΰρο (или τό κόκκινο) κρασί· \красныйое дерево τό ἀνακάρδιο, τό μαόνι, τό ἀκάϊον \красныйая рыба τό κοκκινόψα-ρο, τό ἐρυθρόψαρο· \красныйая строка ἡ νέα παράγραφος· с \красныйой строки ἀρχίζω μέ νέα παράγραφο· \красныйая цени ἡ καλή τιμή· \красныйая девица ἡ ὀμορφη κοπέλλα, ἡ λυγερή· Красная Шапочка (в сказке) ἡ Κοκκινοσκουφίτσα· ради \красныйого словца разг γιά νά κάνει πνεύμα· проходить \красныйой ни́тыо διαποτίζω ἀπ' ἀρχής μέχρι τέλους, προβάλλω, κυριαρχώ· долг платежом красен погов. -г·· τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο. -
13 параграф
параграфм ἡ παράγραφος. -
14 пункт
пунктм1. (место) ὁ σταθμός:сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον4. полигр. ἡ στιγμή. -
15 строка
строк||аж ἡ σειρά, ἡ γραμμή:с новой \строкай ἄλλη παράγραφος· ◊ читать между строк διαβάζω μεταξύ τών γραμμών. -
16 абзац
-а α.1. παράγραφος.2. εδάφιο, περικοπή. -
17 артикул
-
18 гласить
-ашу, -асишь, ρ.δ.μ. κ. αμ.1. (παλ.) αγγέλλω, μηνώ.2. μιλώ, λέγω• περιλαβαίνω, ορίζω•пословица -ит η παροιμία λέει•
параграф устава -ит η παράγραφος του καταστατικού ορίζει.
-
19 коленкор
-а (-у) α. κάλικο (χασές).εκφρ.другой (иной) коленкор – (απλ.) αυτό είναι άλλη υπόθεση (ζήτημα, παράγραφος). -
20 параграф
-а α.1. παράγραφος.2. το σημείο της παραγράφου (§).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παράγραφος — line fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγραφος — η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν νεοελλ. 1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό… … Dictionary of Greek
παράγραφος — η 1. το μεγαλύτερο ολοκληρωμένο τμήμα γραπτού πεζού λόγου: Για το επόμενο μάθημα θα έχετε τις άλλες δύο παραγράφους. 2. Το σημάδι της παραγράφου (§). 3. μτφ., η ολότελα άσχετη υπόθεση: Αυτό είναι άλλη παράγραφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγράφω — παράγραφος line fem nom/voc/acc dual παράγραφος line fem gen sg (doric aeolic) παραγράφω write by the side pres subj act 1st sg παραγράφω write by the side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράφου — παράγραφος line fem gen sg παραγράφω write by the side pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) παραγράφω write by the side imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράφων — παράγραφος line fem gen pl παραγράφω write by the side pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγράφῳ — παράγραφος line fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγραφοι — παράγραφος line fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράγραφον — παράγραφος line fem acc sg παραγράφω write by the side imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παραγράφω write by the side imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο — Δικαστήριο που ιδρύθηκε από το Σύνταγμα του 1975. Πρόκειται για ανώτατο δικαστικό όργανο με σκοπό τη διασφάλιση της πιστής τήρησης του συντάγματος, που έχει τις εξής αρμοδιότητες: 1) Εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών,… … Dictionary of Greek
PRAEDUCTAL seu PRAEDUCTALE — Graece παράγραφος, a praeducendis lineis, dictum est plumbum vel stilus, quô in membrana lincae praeducebantur, ad dirigendam scripturam. Vetus Grammaticus, c. de ferreis instrumentis, Σκαλὶς, sarculum; γ῾πήτιον, subla; Σμίλιον, scalpellum;… … Hofmann J. Lexicon universale